- κουίσλινγκ
- οπρόσωπο που συνεργάζεται εκούσια με τον εχθρό σε βάρος τών ομοεθνών του, δωσίλογος.[ΕΤΥΜΟΛ. < όν. τού Νορβηγού πολιτικού Vidkun Quisling, που συνεργάστηκε με τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο].
Dictionary of Greek. 2013.