κουίσλινγκ

κουίσλινγκ
ο
πρόσωπο που συνεργάζεται εκούσια με τον εχθρό σε βάρος τών ομοεθνών του, δωσίλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όν. τού Νορβηγού πολιτικού Vidkun Quisling, που συνεργάστηκε με τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κουίσλινγκ, Βίντκουν Αμπραάμ Λάουριτς — (Vidkun Abraham Lauritz Quisling, Τέλεμαρκ 1887 – Όσλο 1945). Νορβηγός πολιτικός, πρωθυπουργός της Νορβηγίας (1942 45). Υπήρξε ταγματάρχης του νορβηγικού στρατού και εξαιτίας της συνεργασίας του με τους Γερμανούς, κατά τη διάρκεια του Β’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”